ὀργαί — ὀργή natural impulse fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστυνόμος — ο (Α ἀστυνόμος) νεοελλ. 1. ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας 2. προϊστάμενος αστυνομικού σταθμού, τμήματος κ.λπ. μσν. ο αστός, αυτός που κατοικεί σε πόλη αρχ. 1. αυτός που προστατεύει την πόλη α) «ἀστυνόμαι θεαί» 6) «ἀστυνόμαι ἀγλαΐαι» επίσημες … Dictionary of Greek
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek
σπαργή — η, ΝΑ νεοελλ. 1. διόγκωση τού κυτταροπλάσματος και κυρίως τών χυμοτοπίων ενός φυτικού κυττάρου, η οποία οφείλεται στη διείσδυση νερού στο εσωτερικό τους, όταν το κύτταρο βυθίζεται σε ένα υποτονικό διάλυμα, δηλαδή σε ένα διάλυμα με μικρότερη… … Dictionary of Greek
σφριαί — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀπειλαί, ὀργαί». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σφρίγος, σφριγῶ με υστερογενή σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ ] … Dictionary of Greek
(s)p(h)ereg-, (s)p(h)erǝg-, (s)p(h)rēg- (nasal. spreng-) — (s)p(h)ereg , (s)p(h)erǝg , (s)p(h)rēg (nasal. spreng ) English meaning: to rush, hurry; to scatter, sprinkle Deutsche Übersetzung: “zucken, schnellen” and ‘streuen, sprinkle, spritzen” Note: g extension to sp(h)er Material: A … Proto-Indo-European etymological dictionary